καλοκαλύτερος

καλοκαλύτερος
καλοκαλύτερος, -η, -ον (Μ)
ο πιο καλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθ. < κα-λ(ο)-* + καλύτερος (συγκριτ. βαθμός τού καλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”